- φαρμακίς
- -ίδος, ἡ, Α1. μάγισσα2. (με σημ. επιθ.) δηλητηριώδης3. (κατά τον Ησύχ.) α) «φαρμακὶς... καὶ εἶδος φαρμάκου»β) «φαρμακὶς... ἢ ἀκρίς».[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀνθρακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρμακίς — sorceress fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδα — φαρμακίς sorceress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδας — φαρμακίς sorceress fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδες — φαρμακίς sorceress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδι — φαρμακίς sorceress fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδος — φαρμακίς sorceress fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδων — φαρμακίς sorceress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίσι — φαρμακίς sorceress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίσιν — φαρμακίς sorceress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακίδ' — φαρμακίδα , φαρμακίς sorceress fem acc sg φαρμακίδι , φαρμακίς sorceress fem dat sg φαρμακίδε , φαρμακίς sorceress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)